- μανιακός
- [маниакос] εκ. бешеный, яростный, одержимый срастью, манией,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μανιακός — ή, ό 1. αυτός που κατέχεται από μανία, ο τρελός, ο παράφορος. 2. αυτός που έχει υπερβολική αγάπη για κάτι και ασχολείται πολύ με αυτό, ο μανιώδης: Είναι μανιακός με τη συλλογή γραμματοσήμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Datura stramonium — This article is about the hallucinogenic loco weed . For the plant toxic to livestock, see Locoweed. Thorn apple / Jimson weed Scientific classification Kingdom: Plantae … Wikipedia
Maniac — (from Greek μανιακός, maniakos) may refer to: A person who exhibits the behaviour known as mania A classification of serial killer MANIAC I, an early computer Maniac, a pac man/hangman combination computer game designed to natively run on early… … Wikipedia
маньяк — сумасбродный, пристрастный к чему Ср. Этот ненужный маньяк или чудодей казался ему не только ничтожным, но и мало приличным с его именем, богатством и связями. Боборыкин. Из новых. 1, 9. Ср. Мы с тобой ни до чего не договоримся, ты маньяк. Лесков … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Маньяк — Маньякъ сумасбродный, пристрастный къ чему. Ср. Этотъ ненужный маньякъ или чудодѣй казался ему не только ничтожнымъ, но и мало приличнымъ съ его именемъ, богатствомъ и связями. Боборыкинъ. Изъ новыхъ. 1, 9. Ср. Мы съ тобой ни до чего не… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… … Wikipedia Español
αντεροβγάλτης — ο (θηλ. ισσα) 1. μανιακός δολοφόνος, που σκοτώνει (συνήθως γυναίκες) ανοίγοντας τους την κοιλιά 2. αυτός που με το πείσμα ή τη φλυαρία του ταλαιπωρεί φοβερά τον συνομιλητή του 3. (για οχήματα και πλοία) εκείνος που προκαλεί ναυτία στους επιβάτες … Dictionary of Greek
εκμαργούμαι — ἐκμαργοῡμαι ( όομαι) (Α) γίνομαι μανιακός από το πάθος, τρελαίνομαι … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
εξάντης — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 79 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται 31 χλμ. ΒΑ του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * ἐξάντης, ες (Α) 1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω… … Dictionary of Greek